Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβική
1 εγγραφή
αραβική [aravicí] η, (L) = τα αραβικά
:
  • ελεύθεροι οι λειτουργοί του Aλλάχ στην Tουρκία, με δυο μόνο περιορισμούς, να μη φορούν το σαρίκι τους και να μην χρησιμοποιούν την ~(Palaiologos, adapted)

[fr kath (neol) η αραβική (γλώσσα), substantiv. f of αραβικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες