Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αραβίτικος
1 item total
αραβίτικος, -η, -ο [aravítikos] (L)
  • ① pertaining to or characteristic of Arabs, Arabian, Arab (syn αραβικός 1):
    • αραβίτικη μελωδία, φινέτσα |
    • μυτερό αραβίτικο τόξο |
    • άρχισε να τραγουδάει το παλιό αραβίτικο τραγούδι της Aνταλουσίας (Kazantz) |
    • τα πάντα στη θέση τους όπως τα 'χα αφήσει, τα έπιπλα, τ' αγαλματάκια, το αραβίτικο σινί με τα κομπολόγια (Karagatsis)
  • ② of, fr, or pertaining to Arabia, Arabian, Arab (syn in αραβικός 2):
    • αραβίτικο παραμύθι |
    • περνώ τη θεοπλάστρα τούτη αραβίτικη έρημο (Kazantz)
  • ③ pertaining to, or written in, the Arabic language, Arabic (syn in αραβικός 3):
    • αραβίτικα γράμματα

[der of MG αραβίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go