Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρίγωτος
1 εγγραφή
αρίγωτος, -η, -ο [aríγotos]
  • unlined, unruled (syn αράδωτος, αχαράκωτος):
    • αρίγωτο τετράδιο, χαρτί

[cpd w. ριγωγός (: ριγώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες