Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρίγωτος, -η, -ο [aríγotos]
- unlined, unruled (syn αράδωτος, αχαράκωτος):
- αρίγωτο τετράδιο, χαρτί
[cpd w. ριγωγός (: ριγώνω)]
- unlined, unruled (syn αράδωτος, αχαράκωτος):