Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρέσω
1 εγγραφή
αρέσω [aréso] (& region. αρέζω) ipf άρεσα & άρεζα, aor άρεσα, pf & plupf έχω-είχα αρέσει
  • ① intr in 3sg or pl w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc) cause pleasure to, be liked by, strike one's fancy, please (syn αρέσκω 1, ant L απαρέσκει):
    • του αρέσει η ακαταστασία, η διασκέδαση, το κρασί, η μουσική |
    • του αρέσουν τα ανοιχτά χρώματα |
    • της αρέσει να διαβάζει, να μαγειρεύει |
    • η δείνα μου αρέσει αληθινά, πολύ, φοβερά |
    • η πρότασή μου δεν μου αρέσει |
    • όταν την πρωτογνώρισα, δε μου είχε αρέσει |
    • το έργο αρέσει στο κοινό |
    • δεν του αρέσει το ντύσιμό σου he doesn't like the way you dress |
    • phr σ' αρέσει, δε σ' αρέσει (αυτό είναι) (this is it) whether you like it or not |
    • (αυτό είναι κι) αν σ' αρέσει 'id.' |
    • gnom όταν έχεις λεφτά, κάνεις ό,τι σ' αρέσει when you have money you do what you please |
    • prov σαν σ' αρέσει, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άντρο you just try it again if you dare |
    • του άρεσε να εμφανίζει τον εαυτό του μεγαλύτερο (Kanellop) |
    • σας άρεσε που σας έδερνε; (Tsirkas) |
    • όπως ήθελαν, ας οργάνωναν τη ζωή τους κι ό,τι θεό τους άρεζε ας λάτρευαν (Theotokas)
  • ⓐ be appealing or attractive to s.o., be pleasing, be liked (syn phr είμαι αρεστός):
    • διά τούτο δεν τους ~τώρα και με κατατρέχουν (Makryg) |
    • φτάνει και μια νόστιμη μυτίτσα να 'χει κι αμέσως αρέσει (Evelpidis) |
    • poem άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια, | τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού (Kavafis)
  • ② trans have a taste for, care for, like, fancy (syn αγαπώ 1d, γουστάρω):
    • τόσο λαμπρά δε μίλησε κανείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά (Psichari) |
    • την αρέσεις εσύ αυτή τη μουσική; (Venezis) |
    • folks. δώδεκα σκλάβες έχω γω, όποιαν αρέσεις πάρε |
    • poem μην κλαίτε, μάτια γαλανά, | φωστήρες που ~(ARangavis)

[fr postmed, MG αρέσω ← PatrG ἀρέσκω ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες