Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράζω [arázo] ipf άραζα, aor άραξα (subj αράξω) pf & plupf έχω-είχα αράξει, είμαι-ήμουν αραγμένος naut
- ① trans bring into port, tie up, moor, anchor (syn ορμίζω, ρεμετζάρω):
- ~τη βάρκα, το πλοίο |
- ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Kοκκινάδια (Karkavitsas) |
- μόλις γεννήθηκε η Aφροδίτη απ' τον αφρό, το κύμα την άραξε στην Kύπρο (ChZalokostas) |
- πήρανε την κατηφοριά κατά τη θάλασσα, όπου είχαν αράξει το κουρσάρικό τους (Myriv) |
- poem εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά (Seferis)
- ② intr put into port, cast anchor, moor, dock (syn L προσορμίζομαι, near-syn αγκυροβολώ 1):
- ~ στον κόρφο, στο λιμάνι, στο νησί, στο περιγιάλι |
- αράζει η βάρκα |
- το καράβι άραξε στην ξέρα the ship ran aground on the reef (near-syn κόλλησε) |
- phr σία κι αράξαμε backwater (once) and we're docked, make one more effort and we're through |
- μαζί με τη θρησκεία άραξε στα γιαπωνέζικα ακρογιάλια και το τσάι (Kazantz) |
- ένα καταδιωχτικό άραξεμια νύχτα εκεί μπροστά κυνηγώντας λαθρέμπορους (Myriv)
- ⓐ mi είμαι - ήμουν αραγμένος (syn άραξα):
- ήμουνα αραγμένος στο Tριέστι και φόρτωνα για την Πάτρα (Petsalis) |
- το μεγάλο γριγρί του Π. ήτανε αραγμένο δίπλα σ' ένα μώλο (Bastias) |
- folks. αρμάδα-ν εκατέβη, στ' Aνάπλιν άραξε (Passow) |
- poem σαν καραβάκια ξωτικά, .. πάνε | ν' αράξουνε σε απάνεμη γωνιά (Zevgoli)
- ⓑ park (syn παρκάρω):
- ένα μαύρο αυτοκίνητο ήταν αραγμένο κοντά στο σπίτι
- ⓒ fig arrive, end up (near-syn καταλήγω, καταφτάνω):
- άραξα στην Aθήνα, για να σπουδάσω τάχα τα νομικά (Palam) |
- τα σπίτια του χωριού, όπου άραξε ο θίασος, ανοίγουν φιλόξενα (Kazantz) |
- χίλιοι στρατιωτικοί, που άραξαν στην Aίγυπτο, άφησαν πίσω τις οικογένειές τους μέσα στη φτώχεια (ChZalokostas) |
- πήραμε άλλο ταξί, κ' ύστερα από κανένα τέταρτο αράξαμε σ' ένα μονώροφο (Tsirkas)
- ③ come to rest, repose (near-syn αναπαύομαι 1):
- ο στρατός άραζε σε λογγοβούνια, σταματούσε σε ράχες κλ (LAkritas) |
- θα 'θελα να άραζα για κάμποσο καιρό σε ένα αστέρι, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος (Nakou) |
- πήγαινε στις δυο μαντινούτες του, που είχε καιρό ν' αράξει στην αγκαλιά τους (Myriv) |
- οι στοχασμοί του αράξανε στο δεσμό του με την A. (Biniaris) |
- poem .. το φλογερό του βλέμμα | όλα περνούσε, αράζοντας όπου δεν πάει το ψέμα (Markoras) |
- .. έχουμε αράξει στην ακινησία | μιας αιωνιότητας κλειστής (Melissanthi)
- ⓓ settle down, plant o.s. (near-syn στρώνομαι):
- phr την ~ make o.s. at home |
- phr άραξε στα κιλά σου! stop giving orders, stop pretending you're a big shot |
- ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα χτήματά του κι από τότε άραξε στο βουνό (Venezis) |
- στο καφενείο, όπου άραξα, δυο συντροφιές είχαν καθίσει κιόλας και παίζανε χαρτιά (Prevelakis) |
- ο εχθρός είχε αράξει απέναντί μας με μερικά προχωρημένα φυλάκια (ADoxas, adapted)
[fr postmed, MG αράζω ← PatrG ἀράσσω ← K, AG ἀράσσω]
- ① trans bring into port, tie up, moor, anchor (syn ορμίζω, ρεμετζάρω):