Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράβδωτος, -η, -ο [aráv∂otos] (sp. also αρράβδωτος) (L) archit
- lacking vertical decorative grooves, not fluted (ant ραβδωτός):
- στην αριστερή άκρη της πλάκας είναι μια ιωνική αράβδωτη κολόνα (Karouzos) |
- από τη βασιλική σώζονται εννέα κορμοί αράβδωτων κιόνων (Varelas)
[fr kath αρράβδωτος ← AG ἀρράβδωτος]
- lacking vertical decorative grooves, not fluted (ant ραβδωτός):