Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απών1 [apόn] ο, (L)
- absent person (ant ο παρών):
- μπορούμε να πούμε ότι ο θεός είναι ο πανταχού ~(Kanellop) |
- την επιστροφή τους στο νησί την ευχόμαστε χωρίς απόντες (Varelas, adapted) |
- στη βαθμιαία καλυτέρευση των εξωσχολικών βιβλίων η πολιτεία και το κράτος στάθηκαν οι μεγάλοι απόντες (Andriotis) |
- αφού τελείωσαν τα χρέη με τους απόντες, ήπιαν με μεγαλύτερη διάθεση για τους παρόντες (MDrosou)
[fr kath ο απών ← postmed (Somavera), substantiv. m of απών2]
- absent person (ant ο παρών):
- απών2, -ούσα, -όν [apόn] (L)
- absent (ant παρών):
- ~μαθητής, μάρτυρας, στρατιώτης |
- είναι ~he is absent (syn απουσιάζει) |
- η δείνα ήταν απούσα από τη συγκέντρωση |
- πολιτική αγωγή και πολιτική ανάπτυξη, δυo παράγοντες απόντες |
- μια νύχτα, που πιστεύει απόντα τον άντρα της, πετάει στην αγκαλιά του εραστή της (Melas) |
- η ομάδα του Σ. αποτελούσε ένα απ' αυτά τα περίπολα με μόνο απόντα το χοντρο-Bασίλη (ChZalokostas) |
- ο χορός έλεγε διάφορα πειράγματα για παρόντες και απόντες συντοπίτες (Kakridis) |
- άρχισα πάλι την ιστορία για όσους ήταν απόντες (Koufop)
[fr kath απών ← PatrG, K, AG ἀπών, prp of ἄπ-ειμι]
- absent (ant παρών):