Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόφυση [apόfisi] η, (L)
- ① projecting part, outgrowth, offshoot, appendage (syn προεξοχή):
- ο κύκλος του ήλιου πρόβαλε από τη μυτερή ~ των Mετεώρων (TAthanasiadis) |
- τα ειδώλια έχουν μικρές κοντές αποφύσεις για τη δήλωση των χεριών (ASakellariou, adapted) |
- από το αγγείο λείπουν οι λαβές, εκτός από τις ρίζες των αποφύσεών τους (PFilippaki)
- ② anat outgrowth, excrescence:
- ~ οστού bone process, apophysis |
- σκωληκοειδής ~ vermiform appendix, appendix
- ③ geol wedge-shaped offshoot of rock or vein of minerals intruding in adjacent strata, apophysis
[fr kath απόφυσις ← K, AG (: αποφύω)]
- ① projecting part, outgrowth, offshoot, appendage (syn προεξοχή):