Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόφοιτος [apόfitos] ο, η, (& απόφοιτη) (L)
- graduate, alumnus or alumna (near-syn απολυτηριούχος):
- ~ γυμνασίου, πανεπιστημίου, παρθεναγωγείου |
- ~ φυλακής |
- οι απόφοιτες της σχολής |
- την καθαρεύουσα στην απλούστερη μορφή της έπρεπε οι απόφοιτες να μπορούν να τη γράφουν σωστά (Delmouzos) |
- εγώ είμαι πλέον ακαδημαϊκή ~ και είμαι ανεξάρτητη (AKotzias)
[fr kath απόφοιτος ← K]
- graduate, alumnus or alumna (near-syn απολυτηριούχος):



