Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απότμημα
1 εγγραφή
απότμημα [apótmima] το, (L) arche.
  • broken piece of sculpture or pottery, fragment (syn θραύσμα L, κομμάτι):
    • ~ ενός αμφορέα, κρατήρα |
    • συμπεραίνεται ότι το ~ ανήκει σε αρχαία οινοχόη

[fr kath απότμημα ← AG ← Geop. 1.14 ← Hippocr.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες