Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσκιος
2 εγγραφές [1 - 2]
απόσκιος1 [apóscos] ο,
  • ① shaded place (syn απόσκιο 1):
    • φουντωμένοι απόσκιοι |
    • ανακάλυψαν μια συκιά, που ξεφύτρωσε κειμέσα στον απόσκιο, μακριά από το φως (Myriv)
  • ② faint shadow, shade (syn ήσκιος, σκιά):
    • τον άκουγε συλλογισμένη, ο ~ της θλίψης πέρασε (Myriv)

[substantiv. m of απόσκιος2]

απόσκιος2, -α, -ο [apóscos]
  • ① shaded, shady (syn αποσκιαδερός 1):
    • απόσκιο δάσος, περιγιάλι |
    • κοίτα τούτη τη συρμή, που κελαρύζει μισοκρυμμένη μέσ' την απόσκια χαραμάδα του βράχου (Karagatsis) |
    • έφτασε σε τόπο απόσκιο, να ξανασάνει (Panagiotop) |
    • το δάσος ήταν βυθισμένο σε μισόφωτο ονείρου, απόσκιο θάμπος βασίλευε εκεί (ChZalokostas) |
    • poem πέρα εκεί στ' αντικρινό | τ' απόσκιο περιβόλι | κελαϊδούνε τα πουλιά (Palam)
  • ⓐ providing shade, shady (syn σκιερός):
    • βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί ψηλό κι απόσκιο (LAkritas)
  • ② western (syn δυτικός):
    • από την απόσκια μεριά του Ψηλορείτη, πάνω σε μια κορφούλα, στέκει ένα θεορατικό χάλασμα (Prevelakis)

[fr K, AG Ξπόσκιος w. ἀπό- substituting for Ξπό-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες