Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόρθητα [apórθita] adv (L)
- in a manner ensuring impregnability, unassailably:
- κανείς δε μπορεί να εισδύσει μέσα σε μιαν ~ περιχαρακωμένην υποκειμενικότητα (Papanoutsos)
[der of απόρθητος]
- in a manner ensuring impregnability, unassailably: