Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόνετος, -η, -ο [apónetos]
- ① heartless, pitiless, cruel (syn αλύπητος 2):
- poem να κάμει ο θεός κ' η Παναγιά κατά το θέλημά σου, | κ' η ψυχοκόρ' η απόνετη να σε ψυχοπονέσει! (Palam) |
- ο Φοίβος του Mενέλαου σκότωσε τον τιμονιέρη ξάφνου | απόνετες σαγίτες ρίχνοντας .. (Homer Od 3.280 Kaz-Kakr)
- ② not experiencing pain, free fr pain:
- ~, αγέλαστος, βουβός, τα βράχια ακροποδούσα (Kazantz Od 2.133)
- ⓐ not causing pain, painless (syn L ανώδυνος 1):
- απόνετη πληγή
[cpd w. MG *πονετός (: πονώ); cf αψυχοπόνετος, AG (+) ἀκαταπόνητος]
- ① heartless, pitiless, cruel (syn αλύπητος 2):