Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόδοση [apó∂osi] η, gen απόδοσης & αποδόσεως (L)
- ① giving back, return, restitution (syn επιστροφή):
- ο εργολάβος έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την ~ των δαπανών (Christidis AK) |
- η αξίωση για την ~ του δανείου παραμένει ισχυρή (Angelop) |
- προσδοκούμε από τη Γαλλία κάποιαν ~ των ίδιων μας των φώτων (Papatsonis)
- ② giving, submission (syn παράδοση):
- η προθεσμία για την ~ λογαριασμού λήγει στο τέλος του μηνός
- ⓐ granting, awarding, rendering (syn απονομή, απότιση):
- ~ δικαιοσύνης, ελευθερίας |
- στρατιωτικό άγημα για την ~ τιμών
- ③ output, production, yield (syn παραγωγή):
- ~ της γης, των δέντρων, των εργατών |
- ικανοποιητική, χαμηλή ~ |
- η ~ της μηχανής είναι 3 μέτρα υφάσματος την ώρα |
- mechanics συντελεστής (or βαθμός) αποδόσεως ratio of energy or work produced to energy put in, efficiency |
- ο γεωργός πρέπει να χρησιμοποιήσει τα νερά των ποταμών για να έχει μιαν ανώτερη ~ (Evelpidis)
- ⓑ econ yield, return, revenue (syn έσοδο, πρόσοδος):
- οριακή ~ marginal revenue or return |
- ~ του κεφαλαίου return on capital |
- η ~ του φόρου πρέπει να υπολογισθεί σε 750 εκατομμύρια δραχμές (Angelop) |
- από όλες τις επενδύσεις η εκπαίδευση έχει την πιο σίγουρη ~ (Papanoutsos)
- ④ carrying out a work, performance (near-syn επίδοση):
- ο βαθμός, το όριο, το ύψος της αποδόσεως |
- η ~ στις εκθέσεις θα εξαρτηθεί από την ιδιοσύσταση του παιδιού (Delmouzos) |
- ο προπονητής έχει την ευθύνη για την ~ των παικτών (Chatzinikou)
- ⓒ result, achievement, feat (syn επίτευγμα, επιτυχία):
- μόχθος, προσπάθεια χωρίς ~ |
- οι πνευματικές αποδόσεις της ανθρωπότητας |
- η ζωή του είναι ένας αγώνας για τις άριστες αποδόσεις (Athanasiadis-N)
- ⑤ ascription, attribution:
- η ~ του κάθε έργου στο δημιουργό του είναι δύσκολη (Dimaras) |
- στους κατηγορικούς συλλογισμούς κύριος σκοπός είναι η ~ ενός κατηγορούμενου σε ένα υποκείμενο (Tatakis) |
- ~ της ευθύνης για την κήρυξη του πολέμου στο φασιστικό κόμμα (Tsirpanlis)
- ⑥ rendering, representation, depiction (syn απεικόνιση 3):
- εικαστική, ζωγραφική, μυθιστορηματική, φωτογραφική ~ |
- ζωντανή, νατουραλιστική, περίτεχνη, πιστή, φυσική ~ |
- η ~ των μαλλιών στο άγαλμα |
- η σημασία του μυθιστορήματος περιορίζεται στην ~ της κοσμικής ζωής της Aθήνας (Sachinis)
- ⓓ rendition, performance, interpretation, playing (syn εκτέλεση, ερμηνεία, παίξιμο):
- ~ μουσικού έργου, ρόλου |
- φροντισμένες αποδόσεις των ελληνικών χορών |
- πραγματοποιήθηκαν θεατρικές αποδόσεις, που σημείωσαν καταπληκτικές προόδους (Melas)
- ⓔ rendering, reproduction, replica (near-syn αντιγραφή 3):
- οι υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου είναι ~ πινάκων, ψηφιδωτών κλ (Papatsonis) |
- πρόκειται για μια παραλλαγμένη ρωμαϊκή ~ του αγάλματος της Kυβέλης (Despinis) |
- τα υπομνήματά του είναι ~ των υπομνημάτων του Aμμωνίου (Tatakis)
- ⓕ rendering, translation (syn ερμηνεία, μεταγλώττιση, μετάφραση):
- ~ κατά λέξη |
- ~ του Aισχύλου στη δημοτική |
- η ~ ενός ξενικού όρου στη γλώσσα μας |
- εχρησιμοποιήσαμε την ισπανική γραφή του ονόματος σε ελληνική ~ (Kanellop) |
- οι θαυμάσιες αυτές αποδόσεις δίνουν στο κείμενο τη φρεσκάδα του πρωτοτύπου (Chatzinis)
- ⑦ syntax main clause of conditional sentence, apodosis (ant υπόθεση)
- ⑧ eccl repetition of the service of an important holiday (after approximately eight days; cf εννιάμερα)
[fr kath απόδοσις ← postmed (Somavera), MG (Du Cange) ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① giving back, return, restitution (syn επιστροφή):