Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγειο
6 εγγραφές [1 - 6]
απόγειο [apóyio] το, (L) (& D απόγι)
  • ① wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειος1, κατεβάτης):
    • απαλό ~ |
    • αρχίζει, πέφτει, πιάνει, φυσάει ~ |
    • ~ κατεβάζουν τα βουνά το χάραμα (Prevelakis) |
    • αισθάνεστε να σας δροσίζει ο μπάτης ή το βραδινό ~ (Saratsis) |
    • με το ~ της νύχτας αφήσαμε το μουράγιο (Segditsas) |
    • εδώ φοβούνται όλοι το απόγι, γιατί φέρνει τα κακά τα ονείρατα (Papatsonis)
  • ⓐ frost, hoarfrost (syn πάχνη):
    • έκανε ~ το πρωί
  • ② naut rope used for tying a vessel to the shore, mooring rope, shore fast (syn παλαμάρι)
  • ③ astr point in the orbit of a celestial body at the greatest distance fr the earth, apogee (syn απόγαιο 1)
  • ⓑ fig culmination, apex, pinnacle, zenith (syn απόγαιο 2):
    • το ~ της δόξας, του πολιτισμού, της σταδιοδρομίας, της φήμης |
    • το ~ του εμπορίου, της ινδικής ζωγραφικής |
    • η δράση του συλλόγου έφθασε το απόγειό της κατά τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής (Skouzes) |
    • η αστική τάξη βρισκόταν στο ~ της ακμής της (Sachinis) [fr postmed απόγειον ← K àπόγειον, substantiv. n of àπόγειος; àπόγι fr postmed àπόγι] S. απόγαιο, απόγειος2.
απογειοπροσγειώσεις [apoyioprozyiósis] οι, f,
  • L, aviat take-offs and landings (of airplanes):
    • δεν θεωρούν κατάλληλο το αεροδρόμια της Kερκυρας για ~ μεγάλων αεροσκαφών

[dvandva cpd of απογείωσις & προσγείωσις]

απόγειος1 [apóyios] ο, (L)
  • wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειο 1):
    • νυχτιάτικος ~ |
    • σηκώθηκε, φυσάει ~ |
    • δε γέμιζε πανί ούτε καν από μπάτη κι απόγειο (Drosinis) |
    • ο ~ έφερνε οσμές υγρής βλάστησης (Karagatsis)

[substantiv. m of kath απόγειος (sc άνεμος]

απόγειος2, -α, -ο [apóyios] (L)
  • ① blowing fr the land (syn στεριανός, ant αποθαλασσινός, θαλασσινός):
    • ~ άνεμος, απόγεια αύρα
  • ⓐ fig:
    • poem μιαν απόγειαν αγνότη φυσάει (Sikel)
  • ② coming fr the ground:
    • poem .. απόγεια θ' ακούσεις, αν πηθώσεις, | τ' αφτί στη γης να μουρμουρίζει η φλέβα (Gryparis) [fr kath απόγειος ← K (also pap), AG (Aristotle +) àπόγειος, cpd w. combin form -γειος ( |
    • γÉ); cf âπίγειος, περίγειος etc] S. απόγαιο.
απογειούμαι s. απογειώνομαι.
απογειούρα [apoyiúra] η, region. (Pelop, Crete)
  • ① cold mountain wind
  • ② cold shaded place:
    • folks. ήλιε για δε βαρείς κ' εδώ σε τού' την ~ | να λιώσουνε τα κρύσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια

[der of απόγειος1 w. augmentat. suff -ούρα; cf θολούρα, καλαθούρα etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες