Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόγαιο [apóyeo] το, (L)
- ① astr point in the orbit of a celestial body at the greatest distance fr the earth, apogee (syn απόγειο 3, ant περίγειο):
- η σελήνη πλησιάζει στο απόγαιό της
- ② fig culmination, apex, pinnacle, zenith (syn απόγειο 3b, ζενίθ, ant ναδίρ):
- το ~ της ακμής, της δύναμης, της ευτυχίας, της ομορφιάς, της προόδου |
- τον 5ο αιώνα το θέατρο φτάνει στο απόγαιό του (Papanoutsos) |
- στη μικρή κάμαρα με το σκληρό κρεβάτι άγγισε το ~ της θηλύτητάς της (Karagatsis) [fr kath το απόγαιον ← MG (Eustathius, 12th c.) ← K, àπόγαιον, substantiv. n of àπόγαιος, cpd w. combin form -γαιος ( |
- γαÖα); cf âπίγαιος, κατάγαιος, Ξπόγαιος etc] S. απόγειο, απόγειος2.
- ① astr point in the orbit of a celestial body at the greatest distance fr the earth, apogee (syn απόγειο 3, ant περίγειο):