Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόβροχος, -η, -ο [apóvroxos]
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρης2):
- απόβροχη γαλήνη, θολούρα, νύχτα |
- απόβροχο αεράκι, βράδυ |
- οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μέσα στην απόβροχη υγρασία (TAthanasiadis) |
- poem .. την ώρα την απόβροχη, | που τη φωτίζει εφτάχρωμο το θείο δοξάρι κλ (Malakasis)
[cpd w. βροχή, perh fr phr από βροχής; cf διάβροχος, έμβροχος, κατά-, παρά-, πολύ-, υπόβροχος]
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρης2):