Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόβροχος
1 εγγραφή
απόβροχος, -η, -ο [apóvroxos]
  • coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρης2):
    • απόβροχη γαλήνη, θολούρα, νύχτα |
    • απόβροχο αεράκι, βράδυ |
    • οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μέσα στην απόβροχη υγρασία (TAthanasiadis) |
    • poem .. την ώρα την απόβροχη, | που τη φωτίζει εφτάχρωμο το θείο δοξάρι κλ (Malakasis)

[cpd w. βροχή, perh fr phr από βροχής; cf διάβροχος, έμβροχος, κατά-, παρά-, πολύ-, υπόβροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες