Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απωθώ
1 εγγραφή
απωθώ [apoθό] απωθεί, ipf απωθούσα, aor απώθησα (subj απωθήσω), pf & plupf έχω-είχα απωθήσει, mediop απωθούμαι, pass pf & plupf έχω-είχα απωθηθεί (L)
  • ① push away, shove, thrust (syn αμπώθω 1, σπρώχνω):
    • απώθησε την αγελάδα, τη μητέρα της |
    • τον απώθησε απότομα, ελαφρά, μαλακά |
    • οι γονδολιέροι με τα μακριά τους κοντάρια απωθούνε την όχθη (Ouranis) |
    • o παπάς τον απωθούσε με τα χέρια του (Petsalis) |
    • χωρίς ν' απωθήσει από πάνω του την κοπέλα, με ξάφνιασε (Glezos) |
    • ο τσιγγάνος απώθησε στη γωνία τη βαλίτσα (MGeorgiou)
  • ⓐ push back, drive away, repulse, repel (syn αντικρούω 1, αποκρούω 1):
    • οι άλλες κουράζονται ν' απωθούν κρούσεις ανδρών |
    • οι πληθυσμοί των ελληνικών χωρών απωθούνται από τους κατακτητές (Vacalop) |
    • το τάγμα είχε απωθηθεί την προηγούμενη ημέρα από τους Iταλούς (Terzakis) |
    • οι Έλληνες απώθησαν τους Φοίνικες στην πατρίδα τους (Evelpidis)
  • ⓑ fig drive away, push aside, expel, banish (near-syn αποδιώχνω 2):
    • απωθεί το άγχος, τον θάνατο, το τρακ |
    • έχει απωθηθεί στο περιθώριο he has been thrown into the background, he has been disregarded or ignored |
    • δεν μπορεί ν' απωθήσει τον φόβο των γηρατειών |
    • πρέπει ν' απωθήσεις το αίμα που ανεβαίνει στο κεφάλι σου και να πνίξεις τους πόθους που σ' ενοχλούν (Katsigra) |
    • αναγγέλλεται ο γάμος του μεγαλοεφοπλιστή και απωθούνται τα άλλα θέματα (Palaiologos) |
    • να σχηματισθεί κλίμα ευνοϊκό, για να προσελκύσει την ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι να την απωθεί έξω από την Eλλάδα (PSolomos)
  • ② reject, rebuff, repel, spurn (syn αποδιώχνω 3, διώχνω):
    • απωθεί την πίστη, το ψάρεμα |
    • δεν μπορούν να ανεχτούν το αμερικανικό φαινόμενο, το απωθούν αδιάλλακτα (Theotokas) |
    • προσπαθώ να κάνω τόσα πράγματα για τον τόπο και οι πάντες με απωθούν (Petsalis) |
    • χρόνια πολλά απωθούσε η ψυχή του τη χριστιανική διδασκαλία (Tatakis)
  • ⓒ cause repulsion, put off, repel, drive away (syn αποκρούω 1b, ant έλκω, προσελκύω):
    • το πρόσωπό του με απωθεί |
    • τον απωθεί η μουσική, η ποίηση, η πόλη, η σοβαρότητα |
    • οι αίθουσες διδασκαλίας απωθούν το φοιτητόκοσμο |
    • πέρασαν πολλά χρόνια για να πάψουν να με απωθούν ο Γκαίτε και ο Σαίξπηρ (Athanasiadis-N) |
    • ένα κύμα ζήλειας απωθούσε τον P. (Tsirkas)
  • ③ prevent fr being expressed, remove fr one's consciousness, repress (near-syn καταπιέζω):
    • ~επιθυμίες, παρορμήσεις |
    • μια πολεμική έξαψη απωθούσε μέσα τους κάθε λογισμό (Theotokas) |
    • του έφερε απότομα στη συνείδηση ό,τι μήνες τώρα ~με λογής σοφιστείες (TAthanasiadis) |
    • ο θεατής του έργου ζει μέσα σ' αυτά τα συμπλέγματα, που έχουν απωθηθεί στο ασυνείδητό του (Papanoutsos)
  • ④ mi 3pl απωθούνται repel one another (ant έλκονται):
    • phr τα ετερώνυμα έλκονται και τα ομώνυμα απωθούνται opposites attract, likes repel

[fr kath απωθώ ← PatrG, K (also pap), AG ἀπωθῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες