Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόκοπος, -η, -ο [aprόkopos]
- unable or unwilling to achieve progress or prosperity, wretched, lazy (syn ανεπρόκοπος, απρόκοφτος2, near-syn ακαμάτης1, τεμπέλης):
- poem ~ δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει (Homer Od 24.251 Kaz-Kakr) |
- τους απρόκοπους τους άντρες | καταράστηκε με μίσος φανερό (Stavrou Ar)
[fr postmed, MG απρόκοπος ← PatrG, LK ἀπρόκοπος; cf also MG απρόκοπτος]
- unable or unwilling to achieve progress or prosperity, wretched, lazy (syn ανεπρόκοπος, απρόκοφτος2, near-syn ακαμάτης1, τεμπέλης):