Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόκλητος, -η, -ο [aprόklitos] (L)
- unprovoked (near-syn αναίτιος2 1):
- απρόκλητη επιδρομή, επίθεση |
- η απρόκλητη έχθρητα των ανθρώπων την εύρισκε ανέτοιμη (Tsirkas)
[fr kath (neol Koumanoudis) απρόκλητος, cpd w. MG (Hesych.) προκλητός; cf προκλητέος (Herodotus med.)]
- unprovoked (near-syn αναίτιος2 1):