Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόκλητος
1 εγγραφή
απρόκλητος, -η, -ο [aprόklitos] (L)
  • unprovoked (near-syn αναίτιος2 1):
    • απρόκλητη επιδρομή, επίθεση |
    • η απρόκλητη έχθρητα των ανθρώπων την εύρισκε ανέτοιμη (Tsirkas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απρόκλητος, cpd w. MG (Hesych.) προκλητός; cf προκλητέος (Herodotus med.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες