Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρωτοκόλλητος
1 εγγραφή
απρωτοκόλλητος, -η, -ο [aprotokόlitos] (L) bureaucr
  • not recorded in the register (of incoming or outgoing documents), unregistered (ant πρωτοκολλημένος):
    • απρωτοκόλλητη αίτηση, αναφορά, διαταγή

[fr kath (neol Koumanoudis) απρωτοκόλλητος, cpd w. *πρωτοκολλητός (: πρωτοκολλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες