Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απριλιανός
2 εγγραφές [1 - 2]
Απριλιανός [apriljanós] ο,
  • member of the conspiracy and coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
    • οι πρωταίτιοι Aπριλιανοί |
    • εγκώμια υπέρ των Aπριλιανών |
    • πλήθος οι μεταναστεύσεις, κοινοβουλευτικοί σήμερα, Aπριλιανοί αύριο, δικτατοδημοκρατικοί την επομένη (Palaiologos)

[substantiv. m of απριλιανός]

απριλιανός, -ή, -ό [apriljanós]
  • ① of or relating to April (syn απριλιάτικος):
    • poem .. στον πληκτικό κοιτώνα στάει θαμπό | κι ωχρό το ημίφως μιας γλυκιάς απριλιανής ημέρας (Krinaios)
  • ② of or relating to the military coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
    • απριλιανή δικτατορία, κυβέρνηση |
    • απριλιανό πραξικόπημα |
    • απριλιανοί επιδρομείς |
    • απριλιανές διαστροφές |
    • η απριλιανή επέτειος είναι το θέμα της έκθεσής του (Palaiologos, adapted)

[der of Aπρίλιος w. suff -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες