Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απούντο
1 εγγραφή
απούντο [apúndo] adv (sp. also αππούντο)
  • exactly, precisely (syn ακριβώς):
    • είμαστε ~ δέκα μίλια από το λιμάνι |
    • ~ μεσημέρι ήρθε κ' η μοναχική κυρία στο τραπεζάκι της (Kastanakis)

[fr postmed απούντο ← It appunto or fr a punto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες