Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απούντο [apúndo] adv (sp. also αππούντο)
- exactly, precisely (syn ακριβώς):
- είμαστε ~ δέκα μίλια από το λιμάνι |
- ~ μεσημέρι ήρθε κ' η μοναχική κυρία στο τραπεζάκι της (Kastanakis)
[fr postmed απούντο ← It appunto or fr a punto]
- exactly, precisely (syn ακριβώς):