Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαυνώνω
1 εγγραφή
αποχαυνώνω [apoxavnόno] ipf αποχαύνωνα, aor αποχαύνωσα, pf & plupf έχω-είχα αποχαυνώσει, mi αποχαυνώνομαι, aor αποχαυνώθηκα (subj αποχαυνωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποχαυνωθεί (L)
  • ① make torpid, lethargic, or languid, debilitate (syn χαυνώνω):
    • η δυστυχία, ο ήλιος αποχαυνώνει |
    • τον αποχαύνωσαν οι καταχρήσεις, τα ναρκωτικά |
    • ο μεγαλοϊδεατισμός τον έπνιγε και τον αποχαύνωνε (Valeas) |
    • η απροβλημάτιστη πίστη κοιμίζει και αποχαυνώνει (Kakridis) |
    • ο βοριάς ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν τον έχει πρωτύτερα αποχαυνώσει ο νοτιάς (Floros)
  • ② mi αποχαυνώνομαι become torpid, languid, or debilitated (syn χαυνώνομαι, near-syn αποναρκώνομαι 2b):
    • η δύναμη του μυαλού αποχαυνώνεται με τις συνεχείς οινοποσίες (Vrettakos) |
    • αποχαυνώθηκε να κοιτάει στο βάθος το σμίξιμο της θάλασσας και του ορίζοντα (Alaveras) |
    • οι διπλωματικοί μας δεν είχαν τον καιρό ν' αποχαυνωθούν, να γίνουν καλοπερασάκηδες (Christidis) |
    • στο Άγιον Όρος έχει αποχαυνωθεί η χιλιόχρονη ψυχή του Bυζαντίου (Ouranis)

[fr kath αποχαυνώ ← PatrG (7th c.) αποχαυνούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες