Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφθέγγομαι [apofθéŋgome] (L)
- speak apothegmatically, utter aphorisms, apothegmatize:
- "και στις πιο δεινές τις μέρες τρέχουν οι ώρες κ' οι στιγμές," αποφθέγγεται ο Σαίξπηρ (IPetrop)
[fr kath αποφθέγγομαι ← MG ← K, cpd w. φθέγγομαι]
- speak apothegmatically, utter aphorisms, apothegmatize: