Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αποτραβηγμένος
2 items total [1 - 2]
αποτραβηγμένος1 [apotraviγménos] ο,
  • person withdrawn fr life (society etc), recluse (near-syn απομονωμένος1):
    • η ποίηση είναι το προνόμιο των ξέγνοιαστων και των αποτραβηγμένων από την ενεργό ζωή (Chatzinis)

[substantiv. m of αποτραβηγμένος2]

αποτραβηγμένος2, -η, -ο [apotraviγménos]
  • ① having been pulled or drawn (syn τραβηγμένος):
    • βάρκα αποτραβηγμένη στη στεριά
  • ② having withdrawn or retreated, being at a distance, standing back or aloof (syn τραβηγμένος, near-syn απόμακρος 3):
    • ζει ~ στο βουνό, στο σπίτι του |
    • καθότανε ~ δίχως να παίρνει μέρος στην ομιλία (KPolitis) |
    • αποτραβηγμένη σε μια γωνιά παρακολουθούσε την καλλιτεχνική μυσταγωγία (Moatsou-V) |
    • η μικρή πολιτεία μοιάζει λησμονημένη, αποτραβηγμένη εδώ ψηλά (Varelas) |
    • η μορφή του Σατύρου παρουσιάζεται ήρεμη, αποτραβηγμένη στην άκρη της ζωγραφιάς (Karouzou)
  • ⓐ withdrawn fr life (society etc), retired, cloistered, secluded, reclusive (syn αποσυρμένος):
    • ~ επιστήμονας, θαλασσινός, μοναχός, ποιητής |
    • ~ στον εαυτό του, χαρακτήρας |
    • αποτραβηγμένη ζωή |
    • ~ στην έρημο, σε μοναστήρι |
    • ~ σε μοναξιά, στο περιθώριο |
    • ~ από την εποχή, τη ζωή, τον όχλο, τον πόλεμο |
    • είναι μια κοπέλα δυστυχισμένη, που ζει αποτραβηγμένη από τη χηρειά της κ' εδώ (Myriv) |
    • δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος πιο πολύ ~ κοινωνικά και μοναχικός από μένα (Malakasis) |
    • οι φιλόσοφοι ζουν αποτραβηγμένοι από τη ζωντανή επαφή με την έρευνα (Lambridi) |
    • ο Γ. Θ. δεν είναι ένας ~ στον ελεφάντινο πύργο του καλλιτέχνης (Chatzinis, adapted)
  • ③ out-of-the-way, distant, remote, secluded (near-syn απομακρυσμένος2 1):
    • στο πιο αποτραβηγμένο μέρος, στο πιο απάνεμο, βρίσκεται μια μικρή αγκάλη ρηχή (Kondylakis) |
    • την παραστατικήν εικόνα της θρησκευτικής ζωής .. θα τη βρούμε στο κράτος του Nεπάλ, αποτραβηγμένο κι απομονωμένο πάνω στα Iμαλάια (Evelpidis, adapted) |
    • του άρεσε να ζει σε μέρη αποτραβηγμένα, όπου σπάνια τον έβλεπαν οι γυναίκες (Patatzis)
  • ④ absorbed, preoccupied (near-syn απορροφημένος):
    • ~ στους στοχασμούς του |
    • ο πατέρας σου είναι πολύ ~ με τη γη του (Venezis)

[ppp of αποτραβώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go