Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτελματικός, -ή, -ό [apotelmatikós] (L)
- causing to bog down or stagnate:
- ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει πίσω, στην αποτελματικήν αδράνεια της αθηναϊκής ζωής (Karagatsis)
[neol, der of *απότελμα, cpd of τέλμα, whence *τελματικός; cf κατάτελμα ByzG (Theoph. Chron. 33)]
- causing to bog down or stagnate:
- αποτελματωμένος, -η, -ο [apotelmatoménos] (L)
- having bogged down, stagnating, inactive (syn λιμνασμένος):
- τα αποτελματωμένα νερά του κατεστημένου |
- αποτελματωμένες διαπραγματεύσεις, έρευνες |
- οι κρατικές υπηρεσίες κινούνται με αποτελματωμένο ρυθμό |
- η ομάδα μετασχηματίζεται σ' ένα εσωτερικά αποτελματωμένο, νεκρό ίδρυμα (Papanoutsos) |
- θα μεταλλάξω σ' ένα κινούμενο μόριο της αποτελματωμένης ανθρωπότητας (Karagatsis)
[ppp of αποτελματώνω]
- having bogged down, stagnating, inactive (syn λιμνασμένος):
- αποτελματώνω [apotelmatóno] mi αποτελματώνομαι, aor αποτελματώθηκα (subj αποτελματωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτελματωθεί (L)
- ① cause to bog down or stagnate, bring to a standstill or a deadlock:
- οι γλωσσικές συζητήσεις το ζήτημα δεν το προάγουν, το αποτελματώνουν (Panagiotop)
- ② mi αποτελματώνομαι bog down, get stuck, become inactive, stagnate (syn λιμνάζω):
- ο δημοτικισμός, ο πόλεμος, η πολιτεία αποτελματώθηκε |
- το θέμα, η υπόθεση αποτελματώθηκε |
- οι διαπραγματεύσεις, οι συνομιλίες έχουν αποτελματωθεί |
- αποτελματώνεται μέσα σε μιαν ανυπόφορη ομοιομορφία (Papanoutsos) |
- ο έρωτάς της άρχισε να αποτελματώνεται στη συζυγική ρουτίνα (Karagatsis) |
- όταν απαγορεύονταν η ανεξάρτητη σκέψη κ' η ελεύθερη συζήτηση, η ακαδημαϊκή ζωή αποτελματώθηκε (Evelpidis) |
- στη δουλειά του μεταφραστή ο μεγάλος διηγηματογράφος θα αποτελματωθεί (Chairop, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτελματώ (-όω), cpd w. τελματώ (τελματούνται αι λίμναι 'become marshy')]
- ① cause to bog down or stagnate, bring to a standstill or a deadlock:
- αποτελμάτωση [apotelmátosi] η, (L)
- stage or process of becoming bogged down, getting stuck, stagnation (syn λίμνασμα):
- καλλιτεχνική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική ~ |
- ~ |
- αποφεύγω την ~ |
- πέφτει στην ~ |
- οι παραβιάσεις των συμφωνιών φέρνουν τις διαπραγματεύσεις σε ~ |
- η παράδοση, που πάει να θεσπίσει το Eθνικό Θέατρο, θα επιφέρει την ~ της αρχαίας τραγωδίας (Thrylos) |
- δίνουν νέες κατευθύνσεις, για να προωθηθούν ζητήματα φτασμένα σε στασιμότητα και ~ (Georgoulis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτελμάτωσις, der of αποτελματώ]
- stage or process of becoming bogged down, getting stuck, stagnation (syn λίμνασμα):