Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελείωμα
1 εγγραφή
αποτέλειωμα [apotéljoma] το, (& L αποτελείωμα)
  • ① completion, finishing (syn αποπεράτωση, αποσωσμός, τέλειωμα, τελειωμός):
    • ύστερ' από το ~ του Σατύρου, εφρόντισε ο γλύπτης και να φυλάξει την επιδερμίδα του (Karouzou)
  • ② completion, fulfilment (syn αποτελείωση):
    • σκοπός κάθε δραστηριότητος σημαντικής είναι ο άνθρωπος, το αποτελείωμα, η ευτυχία, ο ευγενισμός (Papanoutsos)

[fr postmed (Somavera) αποτέλειωμα, der of αποτελειώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες