Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αποσύνδεση
1 item total
αποσύνδεση [aposín∂esi] η, (L)
  • disengagement, disconnection, release (syn απαγκίστρωση 2b, απεμπλοκή, ant σύνδεση):
    • ~ του αναπνευστικού συστήματος από τον αναπνευστήρα |
    • ~ των βάσεων από τον αμυντικό σχεδιασμό |
    • electr~ |
    • η ~ του σεξ από τις πανάρχαιες προεκτάσεις του ελαφρύνει τον άντρα και τη γυναίκα από μια πατροπαράδοτη σκλαβιά |
    • τους υποχρέωνε σε μια μεγαλύτερη ~ από την οικογένεια (Christou)

[fr kath (neol) αποσύνδεσις, der of αποσυνδέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go