Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσκελετωμένος, -η, -ο [aposceletoménos] (L)
- ① reduced to a skeleton, emaciated (syn αποστεωμένος 2, σκελετωμένος):
- αποσκελετωμένη μορφή |
- αποσκελετωμένο κορμί, πλάσμα |
- παρουσιάζονται κέρινοι και αποσκελετωμένοι στο μοναστήρι, για να πάρουν ψωμί (Papantoniou)
- ② fig reduced to a skeleton or to the basics, stripped down, meager:
- χρέος έχει η Eλλάδα να αρτιώσει τα αποσκελετωμένα ανάκτορα των Παλαιολόγων (Thrylos) |
- αποσκελετωμένα και κομματιασμένα της τέχνης τα δημιουργήματα αποκτούν απελπιστικήν ομοιότητα (Papanoutsos) |
- από μια οικονομία αποσκελετωμένη δεν μπορούσε κανένας να περιμένει σοβαρά έσοδα (Angelop)
[ppp of αποσκελετώνω]
- ① reduced to a skeleton, emaciated (syn αποστεωμένος 2, σκελετωμένος):