Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσείω
1 εγγραφή
αποσείω [aposío] aor απόσεισα (subj αποσείσω), pass aor subj αποσειστώ (& αποσεισθώ) (L)
  • ① shake off, throw off, get rid of (syn αποτινάζω, near-syn ξεφορτώνομαι):
    • επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες της δικής τους πλευράς |
    • κατόρθωσαν να αποσείσουν αποπάνω τους και του καθαρευουσιανισμού το ζυγό (Tzartzanos) |
    • κατόρθωσαν να αποσείσουν δουλείες, για να βάλουν στη θέση τους άλλες (Panagiotop) |
    • οι ιστορικές επιστήμες απόσεισαν το δόγμα της οικονομοκρατίας (Theodorakop, adapted) |
    • poem .. αν πρόκειται [αυτή η πέτρα] ν' αποσειστεί ποτέ, | θα 'ναι για να την διαδεχτεί η διαρκής του τάφου (Papatsonis)
  • ② refute, rebut, repudiate (near-syn αντικρούω 3b):
    • ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό ν' αποσείσει την κατηγορία; (Terzakis) |
    • κανένα επιχείρημα δεν είναι δυνατόν να αποσείσει την αλήθεια (Nianias)

[fr kath αποσείω ← MG (pap 6th c.), PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες