Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορφανισμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
απορφανισμένος1 [aporfanizménos] ο, (L)
  • orphaned person (syn ο ορφανεμένος):
    • δυστυχισμένοι απόμεναν οι πρόωρα απορφανισμένοι, οι ταλαιπωρημένοι (Panagiotop)

[substantiv. m of απορφανισμένος2]

απορφανισμένος2, -η, -ο [aporfanizménos] (L)
  • ① orphaned (syn in απορφανεμένος 1):
    • μπορείτε να φανταστείτε πώς περνούν οι απορφανισμένες οικογένειες των στρατιωτικών (Athanasiadis-N)
  • ② fig left leaderless (syn ορφανεμένος):
    • ο Ξενοφών ζητά την επιστροφή του Mένωνα και του Προξένου στο απορφανισμένο σώμα
  • ⓐ having lost, deprived of (syn ορφανεμένος, στερημένος):
    • τον άνθρωπο, απορφανισμένο από την αυτοτέλειά του, μπορεί να τον καταντήσει ένα μόριο ύλης χωρίς αξία (Tsatsos)

[ppp of απορφανίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες