Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξενωμένος, -η, -ο [apoksenoménos]
- estranged, alienated (syn αλλοτριωμένος L, near-syn απομονωμένος 1):
- ~ αστός, αποξενωμένη μαθήτρια |
- αποξενωμένο άτομο, ύφος |
- ~ από τον κόσμο |
- ~ με τον τόπο του |
- σαν αποξενωμένοι μοιάζουν από της ζωής το σύνορο (Vlachogiannis) |
- οι κατευθύνσεις που δίνονται είναι καρποί εργασίας γραφείου αποξενωμένου από τη σχολική ζωή (Dimaras) |
- κρατεί αποξενωμένο τον εαυτό του από την ενεργητική συμμετοχή (Panagiotop) |
- βρήκαν απήχηση έργα νεκρά και αποξενωμένα από τις αληθινές ρίζες (Papatsonis)
[fr postmed (Somavera) αποξενωμένος, ppp of αποξενώνω]
- estranged, alienated (syn αλλοτριωμένος L, near-syn απομονωμένος 1):