Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομουδιάζω [apomu∂jázo] aor απομούδιασα
- become totally numb:
- απομούδιασε το χέρι μου
[fr MG (Kriaras' Lex) απομουδιάζω, cpd w. μουδιάζω]
- become totally numb: