Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομουδιάζω
1 εγγραφή
απομουδιάζω [apomu∂jázo] aor απομούδιασα
  • become totally numb:
    • απομούδιασε το χέρι μου

[fr MG (Kriaras' Lex) απομουδιάζω, cpd w. μουδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες