Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απολογητικός
1 item total
απολογητικός, -ή, -ό [apoloyitikós] (L)
  • ① produced in defense, justification or support of, apologetic:
    • απολογητικό υπόμνημα |
    • διαβάζεις τώρα τα λόγια μου τα επεξηγηματικά και απολογητικά (Palam, adapted) |
    • η θεωρία μας φανερώνει σκοπούς απολογητικούς, φαινόμαστε σα να προσπαθούμε να δικαιώσομε το θρησκευτικό φαινόμενο (Papanoutsos) |
    • στέκομαι σ' αυτά τα κείμενα, γιατί είναι απολογητικά της τέχνης του (Chatzinis)
  • ⓐ Christ rel, theol defensive or supportive of Christianity, apologetic:
    • το έργο δίνει πρωταρχική θέση στον Ωριγένη μέσα στον απολογητικό αγώνα του χριστιανισμού (Theodoakop)
  • ② apologetic, regretful, defensive:
    • μίλησε με απολογητικό τόνο |
    • άφησε τη φράση του ατέλειωτη μ' ένα απολογητικό χαμόγελο (Roufos) |
    • μια τέτοια απολογητική στάση την παίρνουν λαοί που έχουν ένα συναίσθημα μειονεκτικότητας (Tsatsos)

[fr kath απολογητικός ← postmed (Somavera), PatrG ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go