Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολεσμένος, -η, -ο [apolezménos] (L)
- = απολεσθείς:
- ειρήνη, απολεσμένε παράδεισέ μας .., ας είμαστε ευχαριστημένοι που ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο τις χλοερές σου παρυφές (Athanas) |
- ένοιωσα τον εαυτό μου σαν απολεσμένο και απείρως μόνο μέσα στον κόσμο (Ouranis)
[fr MG απολεσμένος, ppp of απολλύω]
- = απολεσθείς: