Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απολεσμένος
1 item total
απολεσμένος, -η, -ο [apolezménos] (L)
  • = απολεσθείς:
    • ειρήνη, απολεσμένε παράδεισέ μας .., ας είμαστε ευχαριστημένοι που ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο τις χλοερές σου παρυφές (Athanas) |
    • ένοιωσα τον εαυτό μου σαν απολεσμένο και απείρως μόνο μέσα στον κόσμο (Ouranis)

[fr MG απολεσμένος, ppp of απολλύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go