Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απολεσθείς, -είσα, -έν [apolesθís] (L)
- lost (syn απολεσμένος, χαμένος):
- phr ~ στη θάλασσα lost at sea |
- γραφείον απολεσθέντων αντικειμένων lost and found department |
- ο κυβερνήτης και η οικογένειά του φέρονται μεταξύ των απολεσθέντων |
- από τα διασωθέντα έργα και από τα αποσπάσματα των απολεσθέντων φαίνεται η καταπληκτική παραγωγικότης του ανδρός (Theodorakop) |
- πρέπει να ενισχυθεί το νευροφυτικό σύστημα του ατόμου με ξεκουραστικά κατασκευάσματα ώσπου να επανακτήσει τις απολεσθείσες δυνάμεις (Theodorakis) |
- poem ας σπάσουμε τα κλείθρα των πυλών | ο ~ παράδεισος ν' ανοίξει (Athanas)
[fr kath απολεσθείς, aor pass pt of απολλύω]
- lost (syn απολεσμένος, χαμένος):



