Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολαβή
1 εγγραφή
απολαβή [apolaví] η, (sp. also απολαυή) (L)
  • ① gain, profit (near-syn κέρδος, όφελος):
    • οι απολαβές από την παραγωγή αρωματικών φυτών είναι τεράστιες |
    • προσπάθησα να μην έχω καμιά ~ από τους ανθρώπους που μας κυβερνούσαν (Seferis) |
    • έχουμε καμιά ~ από δαύτους, είδαμε κανένα καλό; (Xenop) |
    • η καινούργια γενεά, κυνηγάει τις μεγαλύτερες δυνατές απολαυές, με όσο γίνεται μικρότερο κόπο (Melas) |
    • poem .. αυτή η θυσία ~θα φέρει σε όλους (Rotas)
  • ⓐ usu pl απολαβές οι, salary, fee, income, emoluments (syn αμοιβή, near-syn αποδοχές, μισθός):
    • καλές, μεγάλες, ψηλές απολαβές |
    • με τις απολαβές μου, θα μπορέσω να της κάνω μια ζωή, όπως ταιριάζει στην κοινωνική θέση της (TAthanasiadis) |
    • μόλις ειδικευθούν σε ορισμένο κλάδο οι Έλληνες, έχουν τις ίδιες απολαβές με τους Γερμανούς (Palaiologos) |
    • θα πρόσθετε στις κανονικές του απολαυές τρεις χιλιάδες δολλάρια (Thrylos)
  • ② enjoyment, pleasure (syn απόλαυση 1):
    • όμορφος κόσμος, ξεπίτηδες πλασμένος για την ~ του ανθρώπου (Prevelakis) |
    • ελευθερία θα πει ισότητα στην ~ της ζωής (Rotas) [fr kath (neol Koumanoudis) απολαβή, der of απολαμβάνω

[απολαβαίνω; form απολαυή wrongly der fr απολαύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες