Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκρύβω
1 εγγραφή
αποκρύβω [apokrívo] (& L αποκρύπτω) ipf απόκρυβα & απόκρυπτα, aor απόκρυψα (subj αποκρύψω), pf & plupf έχω-είχα αποκρύψει, mi αποκρύβομαι & L αποκρύπτομαι, aor αποκρύφτηκα (subj αποκρυφτώ & αποκρυφθώ)
  • ① conceal, hide, screen (syn κρύβω):
    • οι οικοδομές έχουν αποκρύψει σχεδόν όλη τη θέα (Glezos) |
    • το επιτελείο του το αποκρύβαμε σε διάφορα φιλικά σπίτια (ChZalokostas) |
    • ο διευθυντής απόκρυβε μέσα στο υπουργείο πομπούς (id.) |
    • μια απέραντη γραμμή άχνας αποκρύβει το θαλάσσιο ορίζοντα (Ouranis)
  • ⓐ fig cover up, hold back, conceal (near-syn αποσιωπώ):
    • ~ την αλήθεια |
    • αποκρύβει τα ελαττώματά της |
    • ο Σωκράτης αποκρύβει τη γνώση του για τον έρωτα (Theodorakop) |
    • θάβανε σαν χριστιανό το νεκρό τους και αποκρύπτανε το θάνατό του (Milioris) |
    • εκείνο που δεν πρέπει ν' αποκρύψωμε είναι ότι εδώ βλέπει κανείς μια χαλάρωση του δεσμού (DPolemis) |
    • poem τη νύχτα βλέπει όλα τ' αθώρητα | που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα (Drosinis)
  • ② mi αποκρύβομαι (& L αποκρύπτομαι) hide or conceal o.s. (syn κρύβομαι):
    • αποκρύπτομαι από τον εχθρόν |
    • για να πετύχει ο ήρωας ένα καθαρά προσωπικό κέρδος, αποκρύπτεται (Maronitis) |
    • poem .. πού θ' αποκρυφθείτε | εσείς όλοι, αν οργισθώ; (Solom)

[fr kath αποκρύπτω & postmed (Somavera) αποκρύβω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀποκρύπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες