Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκουκουλώνω
1 εγγραφή
αποκουκουλώνω [apokukulóno] aor αποκουκούλωσα
  • cover entirely (syn αποσκεπάζω, κουκουλώνω):
    • τον αποκουκούλωσαν τα κύματα

[cpd w. κουκουλώνω; cf PatrG ἀποκουκουλῶ (-όω) 'take the hood off']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες