Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκομμένος, -η, -ο [apokoménos]
- ① cut off, severed:
- τα άλλα τρία κεφάλια έχουν αποκομμένες τις μύτες (Floros) |
- με αποκομμένο πια το λώρο θα ξεκινήσει για την αυτοτελή πορεία του (Xydis) |
- poem αποκομμένο απ' το κορμί του το κεφάλι το κρέμασαν σε κάποιο φανοστάτη (Katsigiannis)
- ② cut off, separated, parted, detached (near-syn αποκολλημένος, χωρισμένος, χωριστός, ant ενωμένος):
- φιλοσοφία και επιστήμη δεν αποτελούν αποκομμένους τον ένα από τον άλλο, κόσμους (Tatakis) |
- ο χριστιανισμός, ~ από τη στερεότητα και τη δύναμη των ελληνικών αληθειών, θα έχανε τη μοναδική ευκαιρία να τις εγκολπωθεί (Chatzinis) |
- το πνευματικό αυτό έργο εμφανίζεται αποκομμένο από το δημιουργό του (Despotop) |
- το δεξί του τμήμα μας ξενίζει έτσι που το βλέπουμε αποκομμένο από το σύνολό του (Brouskari)
- ⓐ cut off, isolated (syn απομονωμένος2 1):
- το αποκομμένο από τον άλλο κόσμο ελληνικό μοναστήρι συνεχίζει την αθόρυβη ζωή του (Sachinis) |
- είναι πιθανόν η φράση του, αποκομμένη από την αλληλουχία των άλλων στοχασμών, να παίρνει ένα νοήμα που αυτός δεν θα ήθελε να της δώσει (Papanoutsos)
- ⓑ alienated, estranged (syn αποξενωμένος):
- ο μηχανισμός του κόμματος δημιούργησε μια μοναδική τάξη αποκομμένη από την πραγματική κοινωνία |
- δεν θα συναντήσουμε το μοναχικό και αδιάφορο άτομο, το αποκομμένο από την οικογένεια και την κοινωνία (Sachinis)
- ③ weaned (syn απογαλαχτισμένο):
- αποκομμένο μωρό, παιδί weanling
[ppp of αποκόβω]
- ① cut off, severed: