Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθνήσκω
1 εγγραφή
αποθνήσκω [apoθnísko] (& πεθνήσκω) ipf απόθνησκα (& απέθνησκα & πέθνησακα) L & lit
  • cease to live, die (syn αποθαίνω, πεθαίνω):
    • η Bεατρίκη αποθνήσκει σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών (Theodorakop) |
    • οι άνθρωποι των χρόνων εκείνων πέθνησκαν νέοι (Floros)
  • ⓐ fig die away, fade away, disappear:
    • σε κάθε γωνιά πέθνησκε απροστάτευτη η αθωότητα (Myriv) |
    • poem αχ νιότη! φεύγει δα κι αυτή, φεύγει και αποθνήσκει (Solom) |
    • εδώ σβήνεται, αποθνήσκει | κάθε πρόσχαρη φωνή (Markoras) [fr kath & postmed, MG αποθνήσκω ← PatrG, K (also pap), AG] S. also αποθαίνω, πεθαίνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες