Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηριωμένος
1 εγγραφή
αποθηριωμένος, -η, -ο [apoθirioménos] (L)
  • ① turned into a beast, beastly, brutish (syn αποκτηνωμένος):
    • όλες οι υποθέσεις έδειχναν ένα Bασίλη αποθηριωμένο, αιμοβόρο, εγκληματία (Terzakis)
  • ⓐ animal-like, beastly (syn θηριώδης):
    • ο νέος επιστρατεύει τις τανάλιες των αποθηριωμένων μυώνων του
  • ② infuriated, enraged (syn εξαγριωμένος):
    • ο Γιώργης φεύγει απ' αριστερά, αποθηριωμένος, με ξέσπασμα (Melas)

[ppp of αποθηριώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες