Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποθαυμασμός [apoθavmazmós] ο, (L)
- admiration, wonder (syn θαυμασμός):
- τον κοιτάζει με κείνο το βλέμμα, το γεμάτο αποθαυμασμό και περιέργεια (Chourmouziadis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθαυμασμός, der of αποθαυμάζω]
- admiration, wonder (syn θαυμασμός):