Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαυμασμός
1 εγγραφή
αποθαυμασμός [apoθavmazmós] ο, (L)
  • admiration, wonder (syn θαυμασμός):
    • τον κοιτάζει με κείνο το βλέμμα, το γεμάτο αποθαυμασμό και περιέργεια (Chourmouziadis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθαυμασμός, der of αποθαυμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες