Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποθαρρεμένος, -η, -ο [apoθareménos]
- discouraged, dispirited, despondent (syn αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος):
- ~ ο λαός, άθυμος, αναμασούσε την πίκρα του (Petsalis)
[ppp of αποθαρρεύω; cf MG αποθαρρεμένος]
- discouraged, dispirited, despondent (syn αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος):