Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
αποθαμένος1 [apoθaménos] ο,
  • dead person, deceased, pl the dead (syn αποθανών1, ο θανών, ο νεκρός, ο πεθαμένος, ant ο ζωντανός):
    • κάμε ένα καλό για την ψυχή των αποθαμένων σου (Karkavitsas) |
    • οι πρώτοι χριστιανοί έθαφταν εδώ τους αποθαμένους των (Floros) |
    • δε θα μαζέψει τα κόκκαλα τ' αποθαμένου του; (Nikolaidis) |
    • folks. .. διαβαίνει ο Xάροντας με τους αποθαμένους (DPetrop)

[substantiv. m of αποθαμένος2]

αποθαμένος2, -η, -ο [apoθaménos]
  • dead, deceased (syn αποθανών2, νεκρός L, πεθαμένος, ant ζωντανός):
    • βλέπεις το παιδί σου αποθαμένο και καίγεται η καρδιά σου (Petsalis) |
    • αγαπάει γυναίκα ένα χρόνο αποθαμένη (KValetas) |
    • folks. βρίσκει και την Hλιόγεννη στη θύρα αποθαμένη (Theros) |
    • poem όλοι κλαύστε· ~ | ο αρχηγός της εκκλησιάς (Solom) [fr postmed, MG αποθαμένος, ppp of αποθαίνω] S. also αποθανών, πεθαμένος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες