Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαίνω
1 εγγραφή
αποθαίνω [apoıéno] ipf απόθαινα, aor απόθανα (subj αποθάνω), pf & plupf έχω-είχα αποθάνι
  • cease to live, die (syn αποθνήσκω L, πεθαίνω):
    • δε λυπάσαι τον άνθρωπο που αποθαίνει (Venezis) |
    • κουνούσε το κεφάλι τάχα πως απόθαινε (Papatsonis) |
    • όλοι θέλουν να φανουν ανώτεροι εκεινού που απόθανε (IDragoumis) |
    • πρόκειται ν' αποθάνουν από ασιτία (ChZalokostas) [fr postmed, MG αποθαίνω, backform. on basis of απέθανον, aor of AG (+) αποθνήσκω] s. also αποθνήσκω, πεθαίνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες