Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδιωγμένος1 [apo∂joγménos] ο,
- person rejected by society, outcast (syn απόβλητος1):
- όλοι οι αποδιωγμένοι, οι κατατρεγμένοι κατασταλάζουν σε κείνα τα δρομάκια (Panagiotop) |
- οι μεγάλοι οδηγητές μένουν οι αποδιωγμένοι των συνανθρώπων τους (SZSideris)
[substantiv. m of αποδιωγμένος2]
- person rejected by society, outcast (syn απόβλητος1):
- αποδιωγμένος2, -η, -ο [apo∂joγménos]
- driven away, expelled, outcast, rejected (syn L απόβλητος2 1):
- αποδιωγμένη σύζυγος, αποδιωγμένες επιθυμίες |
- ~ από την κοινωνία |
- τα κύματα έρχονται καταδώ, ωσάν αποδιωγμένα απ' τις αντικρινές ακτές (Petsalis) |
- poem .. γυρίσαν τότε | κι από τον ήσκιο αποδιωγμένοι του περσιάνου ρήγα (Palam)
[fr postmed (Somavera) αποδιωγμένος, ppp of αποδιώχνω]
- driven away, expelled, outcast, rejected (syn L απόβλητος2 1):