Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποδέχομαι [apo∂éxome] ipf αποδεχόμουν, aor αποδέχτηκα (& αποδέχθηκα, 3sg L απεδέχθη, D αποδέχτη, subj αποδεχθώ & αποδεχτώ), pf & plupf έχω-είχα αποδεχθεί & αποδεχτεί
- ① receive, get (syn δέχομαι, παίρνω):
- η Παρθένος αποδέχεται το μήνυμα του Kυρίου (Kanellop) |
- poem έτσι μιλώντας τού την έδωκε (την κούπα), κι αυτός την αποδέχτη (Homer Il 23.624 Kaz-Kakr) |
- ο μεγάλος αυτός ποταμός | δεν αποδέχεται | στους κόλπους του δάκρυα (Vafop)
- ⓐ receive s.o., greet (syn υποδέχομαι):
- ελπίζαν όλοι τους ν' αποδεχτούνε το φουσάτο του Σμαήλη (Prevelakis) |
- poem ανοίχτε τα πορτοπαράθυρα τα πάνω και τα κάτω, | ν' αποδεχτείτε, αδέρφια, το γαμπρό κλ (Kazantz Od 14.1386)
- ② agree or acquiesce to sth, accept (syn δέχομαι, ant απορρίπτω):
- ~ το βραβείο, το λειτούργημα, την πρόσκληση, την ελληνική υπηκοότητα |
- ~ το διάλογο, το καθεστώς, τα συνθήματα |
- ~ την ευθύνη, την ήττα, τη θυσία, την κατάσταση, τη μοίρα |
- ~ τη ζωή, το θάνατο |
- ~ συναλλαγματική I accept a bill of exchage |
- προσχωρώντας στην EOK αποδεχθήκαμε και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα |
- αν ο αγοραστής παράλαβε το πράμα χωρίς επιφύλαξη, λογίζεται πως το αποδέχτηκε (Christidis AK) |
- ασυμβίβαστοι είναι όσοι δεν αποδέχονται τίποτε, προτού το εξερευνήσουν (Panagiotop) |
- τα αυτοκίνητα αποδέχονται χωρίς διαμαρτυρία τον έλεγχο (ChZalokostas)
- ⓑ accept, admit, endorse (syn παραδέχομαι):
- ο συγγραφέας εκθέτει τις διάφορες θεωρίες χωρίς να τις αποδέχεται |
- ο μαρξισμός δεν αποδέχεται το αμετακίνητο νόημα των λογικών αρχών (Theodorakop) |
- ο Παλαμάς αποδέχτηκε τη φιλοσοφία του Tαιν (Chourmouzios)
- ③ consent to, approve of, concede (syn εγκρίνω, ant απορρίπτω):
- ~ μια αίτηση accede to a request, grant a request |
- law~ ένσταση sustain an objection |
- το δημοτικό συμβούλιο αποδέχεται την ίδρυση ενός ιδιότυπου παρθεναγωγείου (Panagiotop) |
- οι κατακτητές αποδέχτηκαν όλα τα αιτήματα της απεργίας (ChZalokostas, adapted) |
- poem έτσι μας μίλησε κ' η πέρφανη καρδιά μας τ' αποδέχτη (Homer Od 2.103 Kaz-Kakr)
[fr postmed, MG αποδέχομαι ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① receive, get (syn δέχομαι, παίρνω):



