Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογίνομαι
1 εγγραφή
απογίνομαι [apoyínome] ipf απογινόμουν, aor απόγινα (& απέγινα, απογένηκα, απογίνηκα, subj απογίνω, απογένω), pf & plupf έχω-είχα απογίνει
  • ① end up as, (finally) become (syn γίνομαι):
    • ο Π. μίκρανε, ώσπου απόγινε ένας μικρός κάβουρας |
    • σήμερα η φιλοσοφία απέγινε κι αυτή ειδικότητα (Evelpidis) |
    • μας είπανε γασμούλους εμάς τους παλιούς Bενετούς, που απογενήκαμε με τα χρόνια Pωμιοί (Petsalis) |
    • οι ματιές του απόγιναν μελαγχολικές (id.)
  • ⓐ in questions:
    • τι απόγινε ο X; (or τι απόγινε με τον X;) what became of X?, what happened to X? |
    • τι απόγινε το φιλότιμο; |
    • αν όλα τα κράτη σάς κλείσουν τις αγορές τους, τι θ' απογίνετε; (Kazantz) |
    • θ' αποφάσιζαν τι θ' απογινόταν με τους Eγγλέζους (ChZalokostas)
  • ⓑ impers happens (syn συμβαίνει):
    • βγήκαν από τους κρυψώνες τους να ιδούνε τι είχε απογίνει (MSigouros)
  • ② become ripe, ripen (syn γίνομαι, ωριμάζω):
    • ακόμη δεν απόγιναν το σταφύλια μας
  • ⓒ be thoroughly cooked (syn γίνομαι, μαγειρεύομαι):
    • απόγινε η σούπα, το ψητό
  • ③ become or be undone, revert to previous state (syn ξεγίνομαι):
    • η πράξη ανήκει στην πραγματικότητα, ούτε ξαναγίνεται ούτε απογίνεται (Theodorakop)
  • ④ become worse, worsen (syn παραγίνομαι, χειροτερεύω):
    • απογίνεται ο καημός του |
    • το κακό απόγινε the misfortune has become unbearable |
    • οι άνθρωποι εδώ απογίνανε, δεν είναι να ζήσει κανείς (Nirvanas) |
    • ήταν που ήταν πρωτόγονος, απογίνεται με τις εξυπνάδες των γνωστών του κλ (Psathas)
  • ⓓ lose one's temper, flare up (syn παραφέρομαι):
    • είδα άξαφνα τα κορίτσια κι απογίνηκα .. θύμωσα, ζήλεψα κλ (Xenop)

[fr postmed (Somavera) απογίνομαι ← MG, K (also pap) ἀπογίνομαι ← AG ἀπογίγνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες